21 Μαρτίου 2007

Εμπορειός. Στα μονοπάτια της Λάβας

Από το περιοδικό Πελινναίο
(Τεύχος 40 χειμώνας 2007)
ΚΕΙΜΕΝΟ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΓΚΟΣ
επιστημονική επιμέλεια: ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΞΕΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΕΩΛΟΓΟΣ


Βαθιά χαράδρα που δημιούργησε η διάβρωση στο μετωπο του βασαλτικου βραχου πανω απο την ακτη

Ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις ένα τόπο είναι να τον περπατήσεις. Κι αν ο τόπος αυτός είναι η Χίος με τις πολυάριθμες μεταβολές του τοπίου από περιοχή σε περιοχή, τότε οι πεζοπορικές διαδρομές στην ύπαιθρο έχουν πολλά να προσφέρουν. Πράγματα απλά ή σύνθετα και πολύπλοκα, προφανή ή καλά κρυμμένα μυστικά που η εξήγηση τους και οι αιτίες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων. Πολυποίκιλη βλά­στηση, πλούσια πανίδα, γεωλογικά φαινόμενα αποκαλύπτονται βήμα-βήμα στον παρατηρητικό πεζοπόρο - περιηγητή.
Μια τέτοια «κυκλική» διαδρομή ξεκινάει από το Μαύρο Γιαλό στον Εμπορείο, «ξετυλίγεται» πάνω στα βράχια και τις κορφές του αρχαίου ηφαιστείου του Ψάρωνα και καταλήγει δίπλα στο κύμα, πάνω στα πιο διάσημα βότσαλα του νησιού τα Μαύρα Βόλια.

Αφήνοντας το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης, πάνω από την παραλία, παίρ­νουμε το στενό, ανηφορικό τσιμεντόδρομο που οδηγεί στο παλαιοχριστιανικό βαπτι-στήριο. Περνάμε δίπλα από τα λιγοστά κτίσματα της περιοχής - κάποια, μεγαλο­πρεπείς επαύλεις, άλλα λιτά και ταπεινά - όλα με ευρύχωρες, περιποιημένες αυλές που περικλείονται από χωράφια με ελιές. Στο μέσο περίπου του τσιμεντόδρομου, στ' αριστερά μας, σ' ένα σημείο που η άγρια βλάστηση της περιοχής - άγρελοι, πρίνοι, κουμαριές, αστιφίδες - αφήνει το βράχο του λόφου να φανεί, το βλέμμα έλκεται από την παράξενη μορφή και το ιδιαίτερο σχήμα του πετρώματος. Μια συστοιχία από πέτρινες κολόνες, κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη, εκτείνεται σε αρκετή απόστα­ση. «Στυλοειδείς κατατμήσεις λάβας» τις ονομάζουν οι γεωλόγοι και δημιουργού­νται από τη γρήγορη ψύξη του διάπυρου υλικού που βγήκε από τα έγκατα της Γης. Προχωρώντας παρακάτω, διακρίνουμε στο βάθος ενός λιοχώραφου μια παρόμοια δομή πετρώματος σ' ένα γυμνό από βλάστηση τμήμα της πλαγιάς. Εδώ αφήνουμε το δρόμο, διασχίζουμε το χωράφι που βρίσκεται σε υψόμετρο 60 μ. περίπου και αρχίζούμε την ανάβαση στο λόφο. Στην αρχή είναι λίγο απότομα και χρειάζεται προσοχή, αν μάλιστα τα βράχια είναι βρεγμένα γλιστράνε. Γενικά όμως υπάρχουν καλά πατήματα και πιασίματα και μετά από λίγο η κλίση εξομαλύνεται.
Όσο προχωράει η πορεία στη βόρεια πλαγιά του ηφαιστείου, τόσο πιο όμορφα φαίνονται από ψηλά το φυσικό λιμάνι, ο οικισμός και τα τετραγωνισμέ­να χωράφια της κοιλάδας του Εμπορείου. Εξ' ίσου ωραία, φαίνεται και ο ηφαιστειακός δόμος του Προφήτη Ηλία μεταξύ Εμπορείου - Κώμης. Δημι­ουργήθηκε 1-2 εκ. χρόνια νωρίτερα από τούτο δω που περπατάμε και από μάγμα διαφορετικής χημι­κής σύστασης, όξινο, το οποίο - κατά κανόνα- προ­έρχεται από την ανάτηξη πετρωμάτων ηπειρωτικού φλοιού υποβυθιζόμενης λιθοσφαιρικής πλάκας και είναι πιο παχύρευστο από. του Εμπορείου (βασικό). Διακρίνεται ακόμα στην κορφή το εκκλησάκι που έδωσε το όνομα του στο λόφο και στην πλαγιά του, οι εγκαταστάσεις και το μονοπάτι περιήγησης στον αρχαιολογικό χώρο του πρώτου Ιωνικού οικισμού στη Χίο (8ος αι π.Χ.).
Πλησιάζοντας την κορφή του πρώτου από τους τρεις σκουρόχρωμους λόφους από βασάλτη του ηφαιστείου του Εμπορείου, παρατηρούμε μια μεγάλη σειρά από βράχια, αιχμηρά και απόκρη­μνα, όχι πολύ μεγάλου ύψους. Ίσως να είναι τα διαβρωμένα απομεινάρια ηφαιστειακής φλέβας ή κάποιο ρήγμα. Βρισκόμαστε στα 220μ. υψόμετρο, το δεύτερο ψηλότερο σημείο της διαδρομής και έχουμε διανύσει 1,2 χιλιόμετρα (700μ. στο δρόμο, 500μ. στο βουνό).Τώρα φαίνεται και η εύφορη κοι­λάδα των Δοτίων με το χαρακτηριστικό Γενοβέζικο Πύργο, στα δυτικά κι αν η ορατότητα το επιτρέπει, βαθιά στον ορίζοντα διαγράφεται η σκιά της Άνδρου, της Τήνου, της Μυκόνου, της Ικαρίας, των Φούρνων και της Σάμου. Αρχίζουμε τον κατήφορο προς τα νότια και μετά από 250μ. φτάνουμε σ' ένα μικρό ίσιωμα στα 150μ. υψόμετρο, τους «Λαλούντες», που βρίσκονται ανάμεσα στους δυο «Ψαρώνους» και είναι η αρχή ενός βαθιού λαγκαδιού που φτάνει μέχρι τα πρώτα σπίτια του οικισμού. Εκτός από τις πανταχού παρούσες αστιφίδες τη βλάστηση εδώ συμπληρώνουν οι άγρελοι, τα σκίνα και αρκε­τές συκιές. Επιλέγουμε να κινηθούμε προς τα ανα­τολικά, λίγο πιο κάτω και γύρω από την κορφή του δεύτερου και χαμηλότερου (165μ.) λόφου, διαγρά­φοντας ένα σχεδόν ισοϋψή «κύκλο», περιφέρειας μισού χιλιομέτρου περίπου. Η διαδρομή σε κάποια σημεία προσεγγίζει τα χείλη του γκρεμού που σχη­ματίζεται στη βόρεια, ανατολική, και νότια πλαγιά γι' αυτό χρειάζεται η ανάλογη προσοχή. Αρκεί να βλέπει κανείς που πατάει ώστε να αποφύγει τον κίνδυνο και τότε μπορεί να θαυμάσει το Μαύρο Γιαλό από ψηλά και να παρατηρήσει τα άγρια βράχια και τις βαθιές ρυτίδες που χάραξε ο χρόνος μέσω της διάβρωσης στο μέτωπο του γκρεμού.
Συνεχίζουμε νότια με ήπια ανηφορική κλίση προς την κορφή του τρίτου και ψηλότερου λόφου.
Διάφορα μικρόπουλα μας συνοδεύουν. Σουιτάκια, στόμαχοι, τσίχλες, κοτσύφια (ανάλογα με την εποχή) ξεπετιούνται μέσα από θάμνους ή πεταρίζουν από κλαδί σε κλαδί, ενώ δεν είναι απίθανο να «βγάλουμε» κανένα κοπαδάκι πέρδικες ή μερικά ορτύκια. Τους θερινούς μήνες συναντάμε πολλούς καλοφτιαγμένους ιστούς αράχνης τόσο μεγάλους ώστε να απλώνονται από τον ένα θάμνο στον άλλο.
Δεξιά μας, τα Δότια, αριστερά μας ο Γιαλός, ο γκρεμός και ανάμεσα τους χιλιάδες τόνοι σάρας από βασαλτικά πρίσματα. Προσπαθούμε να φανταστούμε το σκηνικό 10-12 εκ. χρόνια πριν. Η περιοχή του Αιγαίου ήταν μια εκτεταμένη στεριά με πολλές και μεγάλες λίμνες και διάσπαρτα ηφαί­στεια. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα οφείλεται στην υποβύθιση της Αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας κάτω από την Ευρασιατική. Οι έντονες δυνάμεις που εξασκούνται προκαλούν μεγάλα ρήγματα στο στερεό φλοιό της γης από όπου ανέρ­χεται το μάγμα και σχηματίζει τα ηφαίστεια και τα ηφαιστειακά πετρώματα. Η δραστηριότητα αυτή μεταναστεύει σταδιακά από Βορρά προς Νότο μαζί με το μέτωπο σύγκλισης των λιθοσφαιρικών πλα­κών. Έτσι σήμερα εκδηλώνεται στη Σαντορίνη, Νίσσυρο κ.α. ενώ πριν 33-24 εκ. χρόνια ήταν στη Θράκη. Στη Χίο μάλιστα δεν ήταν τόσο έντονη όσο σε άλλες περιοχές. Καθώς το διάπυρο υλικό ανέ-βλυζε στην επιφάνεια κατ' ευθείαν από τα έγκατα της γης, ψύχονταν σχετικά γρήγορα και κατακερ­ματίζονταν κατά τη στερεοποίηση του σχηματίζο­ντας σκληρά, γωνιώδη, με σχεδόν επίπεδες έδρες θραύσματα (πρίσματα). Μεταγενέστερα ρήγματα διαμόρφωσαν τις απόκρημνες πλαγιές των γκρε­μών, ενώ η διάβρωση με εργαλεία τον άνεμο και το νερό κατατρώει ακόμα και τώρα το βράχο. Τα σπα­σμένα κομμάτια του συσσωρεύονται στη βάση του σχηματίζοντας τις σάρες. Τα πρίσματα αυτά από τη σάρα καταλήγουν στη θάλασσα η οποία, έπειτα από μακροχρόνια και αδιάκοπη διαδικασία λείαν­σης, τρίβοντας τα μεταξύ τους με τον κυματισμό, τα αποθέτει στην παραλία σαν καλογυαλισμένα μαύρα βόλια.
Έχοντας διανύσει άλλο μισό χιλιόμετρο, φτά­νουμε στην κορφή και συναντάμε το κολονάκι της Γ.Υ.Σ. που βρίσκεται περίπου στα 240μ. ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατηφορίζουμε τη νότια πλαγιά του λόφου και μετά από 200μ. αρχί­ζουμε να στρέφουμε ανατολικά. Όσο χαμηλώνουμε τόσο ψηλώνει και πυκνώνει η βλάστηση. Τα βρά­χια φαίνονται ακόμα πιο επιβλητικά όταν τα κοι­τάς από κάτω προς τα πάνω. Βαδίζουμε ανάμεσα σε ψηλούς σκίνους και σπαρτούς. Το πέτρωμα που πατάμε παύει να είναι ηφαιστειακό. Αποτελείται από μαλακούς άσπρους ασβεστόλιθους γλυκών υδάτων -οι λίμνες που λέγαμε πριν. Περνάμε μπροστά από το μικρό σπιτάκι πάνω από το Φώκι, το νότιο τμήμα του Μαύρου Γιαλού, διασχίζουμε τα κατώτερα μέρη της μεγάλης σάρας και φτάνουμε στην ακροθαλασσιά μετά από 3,3 χλμ. συνολικής πορείας. Από δω και για τα υπόλοιπα 800μ. της παραλίας ο παφλασμός των κυμάτων συνοδεύει το χαρακτηριστικό, ενι­σχυμένο από την αντήχηση, ήχο των βημάτων μας πάνω στις μαύρες κροκάλες. Το κάθετο μέτωπο του βράχου με τα πρίσματα του, οι βαθιές «ουλές» που τον χαρακώνουν και οι απόκρημνες λοφώδεις εξάρ­σεις που αφήνουν ανάμεσα τους κερδίζουν ακόμα μια φορά τις εντυπώσεις. Προς το τέλος, 150-200μ. πριν τα σκαλάκια που οδηγούν στο μικρό πεζόδρομο και στο χώρο στάθμευσης, ένα τείχος κροκαλοπαγών πετρωμάτων σε χρώματα κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, καφέ, με ευδιάκριτες στρώσεις, μικρά ρήγ­ματα με μετατοπίσεις και φαντασμαγορικές κοιλότητες από αιολική διάβρωση, ορθώνεται πάνω από τα βότσαλα. Στο τέλος του πεζόδρομου φθάνουμε στο σημείο εκκίνησης κι έτσι μετά από 4,2 χλμ. ολοκλη­ρώνεται η «κυκλική» πεζοπορική διαδρομή σ' έναν από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς ηφαιστεια­κούς γεώτοπους του νησιού.
Με ελάχιστο υψόμετρο Ομ., μέγιστο 240μ. και ήπιες κλίσεις, είναι μια διαδρομή βατή για όλους όσους περπατάνε στο βουνό. Η εκπληκτική θέα, η πλούσια βλάστηση και η πανίδα που συναντάμε θα ικανο­ποιήσουν και τον πλέον αδιάφορο περί τα γεωλογικά περιπατητή, ενώ για τους υποψιασμένους επιφυ­λάσσει μεγάλες εκπλήξεις και αμείωτο ενδιαφέρον.
Φυσικά θα μπορούσε να σηματοδοτηθεί το μονοπάτι, να τοποθετηθούν ενημερωτικές πινακίδες με φωτογραφίες, σχέδια, χάρτες και κείμενο σχετικά με τη γεωλογία και τη βιοποικιλότητα της περιοχής σε ενδεδειγμένα σημεία, και μαζί με άλλες παρόμοιες διαδρομές, τα δύο τουριστικά σπήλαια και το προτει­νόμενο Γεωλογικό Πάρκο Αμμωνιτών (Πελινναίο τ. 36) να αποτελέσουν ένα δίκτυο γεωτόπων που με κατάλληλη προώθηση, έντυπη και ηλεκτρονική να προσελκύσει σημαντικό αριθμό οικοτουριστών.